- περιοδικῶν
- περιοδικόςacquired in one's travelsfem gen plπεριοδικόςacquired in one's travelsmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
ερανιστής — Τίτλος περιοδικών. 1. Αθηναϊκό περιοδικό που εκδιδόταν από το 1841 έως το 1843 με απάνθισμα άρθρων διαφόρων περιοδικών της εποχής. Το περιοδικό κυκλοφορούσε από το 1840, αλλά με τον τότε τίτλο Ευρωπαϊκός Ε. 2. Περιοδικό της Σμύρνης (1910 12). 3.… … Dictionary of Greek
συμβολή — Διάφορα φυσικά φαινόμενα εκδηλώνονται όταν στο χώρο επικαλύπτονται δύο περιοδικές διαταραχές κυματοειδούς τύπου και του αυτού είδους είτε μηχανικής (π.χ. ηχητικά κύματα) είτε ηλεκτρομαγνητικής (π.χ. φωτεινά κύματα) προέλευσης· τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες … Dictionary of Greek
φασίμετρο — Όργανο μέτρησης διαφορών φάσης μεταξύ περιοδικών ηλεκτρικών μεγεθών με την ίδια συχνότητα. Βλ. λ. φάση. Φασίμετρο: με το όργανο αυτό μετριέται το συνημίτονο της γωνίας, η οποία σχηματίζεται από τα ανύσματα του ηλεκτρικού ρεύματος και της φάσης. 1 … Dictionary of Greek
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών — Νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που εδρεύει στην Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1958 με σκοπό την οργάνωση, τη χρηματοδότηση και την ηθική ενίσχυση επιστημονικών εργασιών ανώτατου ερευνητικού επιπέδου. Σε όλα αυτά τα χρόνια της λειτουργίας του, το Ε.Ι.Ε.… … Dictionary of Greek